- ἀπλαστία
- ἀπλαστίᾱ , ἀπλαστίαsincerityfem nom/voc/acc dualἀπλαστίᾱ , ἀπλαστίαsincerityfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απλαστία — ἀπλαστία, η (AM) η ειλικρίνεια … Dictionary of Greek
ἀπλαστίαν — ἀπλαστίᾱν , ἀπλαστία sincerity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογιστία — εὐλογιστία, ἡ (ΑΜ) [ευλόγιστος] μσν. η ενέργεια τού ευλογώ, ο καλός λόγος αρχ. φρόνηση, σύνεση, περίσκεψη («χρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ εὐλογιστίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek